- ξελογιάζομαι
- ξελογιάζομαι, ξελογιάστηκα, ξελογιασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξελογιάζω — ξελόγιασα, ξελογιάστηκα, ξελογιασμένος 1. παρασύρω κάποιον έξω από τη λογική, παραπλανώ, ξεμυαλίζω: Το ξελόγιασε το κορίτσι. 2. το μέσ., ξελογιάζομαι παρασύρομαι, ξεμυαλίζομαι: Ξελογιάστηκε με μια μικρή, γέρος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)